φιλάργυρος — fond of money masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλάργυρος — η, ο / φιλάργυρος, ον, ΝΜΑ αυτός που αγαπά υπερβολικά τα αργύρια, το χρήμα, φιλοχρήματος, τσιγκούνης νεοελλ. 1. ως κύριο όν. Ο Φιλάργυρος τίτλος ονομαστής κωμωδίας τού Μολιέρου 2. παροιμ. «στον φιλάργυρο τα γρόσα καθώς στον νεκρό η γλώσσα»… … Dictionary of Greek
φιλαργυρώτατον — φιλάργυρος fond of money masc acc superl sg φιλάργυρος fond of money neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλάργυρον — φιλάργυρος fond of money masc/fem acc sg φιλάργυρος fond of money neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλαργυρωτάτη — φιλάργυρος fond of money fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλαργυρωτάτοις — φιλάργυρος fond of money masc/neut dat superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλαργυρωτάτου — φιλάργυρος fond of money masc/neut gen superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλαργυρωτάτους — φιλάργυρος fond of money masc acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλαργυρώτατος — φιλάργυρος fond of money masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλαργύροις — φιλάργυρος fond of money masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)